- συνομώνυμος
- -ον, Ασυνώνυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὁμώνυμος «συνώνυμος, συνονόματος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνομώνυμος — having the same name with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομώνυμον — συνομώνυμος having the same name with masc/fem acc sg συνομώνυμος having the same name with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομώνυμε — συνομώνυμος having the same name with masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομωνυμώ — έω, Α [συνομώνυμος] είμαι συνώνυμος … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek